Το θαύμα των Χριστουγέννων

 

Παύλος Κιούλπαλης, μαθητής Γ’ τάξης

 

'Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Οι δρόμοι αντηχούσαν από φωνές μικρών παιδιών που τραγουδούσαν τα καλάντα. Υπήρχε μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα που δεν ήταν δύσκολο να τη διακρίνει κάποιος. Τραγούδια, δώρα, βόλτες στη στολισμένη πόλη. Αυτό ήταν κάτι που ο Νίκος πάντα απολάμβανε, από τότε που ήταν παιδί. Αλλά τώρα, τώρα ήταν διαφορετικά.

 Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν και η καλύτερη χρονιά για τον Νίκο. Ο θάνατος της γυναίκας του, καθώς επίσης και η οικονομική κρίση, είχαν φέρει πολλά δεινά τόσο γι’ αυτόν όσο και για τα παιδιά του: τον Ορέστη ο οποίος ήταν μόλις 7 χρονών και την Ελένη που ήταν 9. Ο Νίκος έπασχε από κατάθλιψη, έλεγαν οι γιατροί. Μα, λογικό δεν ήταν; Ακόμη, ήταν πλέον άνεργος και ίσα που τα έβγαζαν πέρα με τη σύνταξη της γιαγιάς. Όσο για τα παιδιά, δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να συνηθίσουν την απουσία της μητέρας τους. Ίσως ήταν η χειρότερη χρονιά της ζωής τους.

 Τώρα, λίγο πριν μπει το νέο έτος, όλοι περίμεναν μία καινούρια αρχή, καλύτερη. Τουλάχιστον, ήλπιζαν. Όμως ούτε αυτό ήταν εύκολο. Ο Νίκος δεν είχε πλέον την οικονομική δυνατότητα για τα δώρα του Άη Βασίλη. Μα, δεν ήθελε τα παιδιά του να απογοητευτούν. Ήταν απελπισμένος! Έβλεπε χαρούμενα πρόσωπα γύρω του. Πέρυσι, τέτοια εποχή, αυτός και η γυναίκα του απολάμβαναν τη μέρα μαζί! Μα φέτος, τα πράγματα ήταν πραγματικά διαφορετικά.

 Ο Νίκος αγόρασε κάποια απαραίτητα τρόφιμα για το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με τα λεφτά της γιαγιάς κι έπειτα γύρισε σπίτι του τελείως απελπισμένος. Η γιαγιά έφτιαχνε τα φαγητά για το βράδυ και τα παιδιά είχαν βγει έξω για τα κάλαντα με τη θεία τους. Δεν ήξερε τι να κάνει! Μόνο ένα θαύμα θα τον έσωζε, αλλά ο Νίκος δεν πίστευε σε αυτά.

 “Ποτέ μη σταματάς να ελπίζεις'”, τον συμβούλεψε η γιαγιά. “Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της ελπίδας, ενός καλύτερου αύριο. Αρκεί να πιστέψεις”. Μα δεν είχε μείνει καμία ελπίδα για αυτόν.

 Το βράδυ δεν άργησε να έρθει. Όλα ήταν έτοιμα. Εκτός από αυτό το κάτι που έκανε τον Νίκο να μην νιώθει άνετα.

“Μαζέψαμε αρκετά λεφτά από τα κάλαντα σήμερα. Ωραία ήταν!” αναφώνησε η Ελένη.

“Ναι! Και αύριο θα είναι ωραία που θα ανοίγουμε τα δώρα του Άη Βασίλη μπροστά από το τζάκι”, συμπλήρωσε ο Ορέστης.

 Αν δεν χτυπούσε το κουδούνι, ο Νίκος δεν θα ήξερε τι να απαντήσει. Η Ελένη έτρεξε προς την πόρτα. Ήταν ένας άγνωστος, ψαρομάλλης και αρκετά βρώμικος άνδρας που το μόνο που ζητούσε ήταν ένα πιάτο φαγητό για τη μέρα. Η οικογένεια τον δέχθηκε θερμά. Ήταν περίεργος. Μιλούσε με αγάπη σε όλους, φαινόταν πολύ καλός άνθρωπος.

“Και πώς σε λένε, καλέ μου άνθρωπε;”, ρώτησε η γιαγιά.

“Βασίλειο. Και, όπως τα έφερε η μοίρα, κατέληξα να κοιμάμαι σε παγκάκια. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Η κρίση, βλέπετε. Μα όταν έρχονται τα Χριστούγεννα, κυριεύομαι από μία ελπίδα, μία ελπίδα που ποτέ δεν πεθαίνει. Ό,τι κι αν συμβεί. Να τώρα εσείς, καλοί μου άνθρωποι, που με δεχθήκατε στο τραπέζι σας. Ο Θεός να σας έχει καλά.”

Όλοι μαγεύτηκαν από τα λόγια του. Και έτσι ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει κανείς, εξαφανίστηκε.

Το επόμενο πρωί, τα παιδιά έτρεξαν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι εκεί βρίσκονταν τα δώρα. Αυτά ακριβώς που είχαν ζητήσει. Ο Νίκος κοιτούσε έκπληκτος. Και ίσως τελικά, να υπάρχει Άη Βασίλης. Δεν κατεβαίνει καμινάδες, αλλά υπάρχει ήδη μέσα στο σπίτι. Αρκεί να ξέρεις πού να κοιτάξεις.