Το ομορφότερο χαμόγελο

 

Δέσποινα Φλουρή, μαθήτρια Γ’ τάξης

 

Ήταν εκείνη η μέρα, εκείνη η μέρα που ξημέρωσε διαφορετικά. Δύο ώρες μάθημα κι έπειτα όλα όσα κάποτε της φαινόταν ένα μακρινό όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα. Μία συναυλία όπου δεν θα ήταν το μαυροντυμένο κορίτσι που στέκεται μόνο κάτω από τη σκηνή, επαναλαμβάνοντας σιγανά στίχους τραγουδιών.

Από μικρή είχε δεχτεί τον αποκλεισμό των παιδιών της ηλικίας της. Με ασυνήθιστη εμφάνιση, ιδιαίτερο χαρακτήρα, σπάνιες βλέψεις στη μουσική και την τέχνη, υπήρξε τόσο διαφορετική στη ζωή, τόσο μισητή και ζηλευτή σε μια στενόμυαλη κι εχθρική κοινωνία. Ως μια θλιβερή, μουντή εικόνα θα την παρουσίαζε κάποιος που δεν ήξερε τι σημαίνει ελευθερία.

Η ελευθερία της ήταν εκείνη που τρόμαζε τους πιο πολλούς. Δεν φοβόταν, κι ούτε την ένοιαξαν ποτέ τα σχόλια του κόσμου. Όμως η κοινωνία των παιδιών μπορεί να γίνει πολύ σκληρή. Έντονα, αδιάκριτα βλέμματα, χλευαστικά σχόλια κι επιμελώς αντιληπτοί, προσβλητικοί ψίθυροι. Πολλοί έλεγαν πως απλώς δεν την ένοιαζε, κι άλλοι πίστευαν πως ζούσε στον δικό της κόσμο. Ίσως και στα δύο να υπήρχε κάποια δόση αλήθειας, μα δεν ήταν μόνο αυτό.

Το κρυφό της παράπονο ήταν πάντα ένα, ίδιο κι απαράλλαχτο: να αρέσει. Κι όσο το έκανε να σωπαίνει φορώντας συνεχώς ένα ζευγάρι ακουστικά, εκείνο όλο και μεγάλωνε, όλο και φούντωνε. Κι έπειτα ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια βρέθηκε να την κοιτάζει, όχι αδιάκριτα αυτή τη φορά, μα ζεστά:

«Στέλλα, χάρηκα», κι ένα πλατύ χαμόγελο, όμορφο και τρυφερό…

Τόσο διαφορετικές οι δυο τους, κι όμως κάτι μέσα τους έδεσε. Κι εκείνο που κάποτε της φαινόταν αδιανόητο, έγινε ξαφνικά ξεκάθαρο. Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Όσο περνούσε ο καιρός, η λέξη φιλία συνδέθηκε μέσα της με έναν ορισμό γραμμένο με το μελάνι της ψυχής της, σε μια γλώσσα μονάχα για κείνες.

Κι η Στέλλα ήταν πάντοτε εκεί, μία ατίθαση φύση που αγαπούσε την ομορφιά της διαφορετικότητας. Προχωρούσε μπροστά, χωρίς ούτε στιγμή ν’ αφήσει το χέρι της αγαπημένης της φίλης. Σιγά σιγά, η άλλοτε μοναχική κοπέλα που όλοι θυμόντουσαν ως μία συγκεχυμένη σκουρόχρωμη φιγούρα δίχως πρόσωπο, έπαψε να μοιάζει τόσο αλλόκοτη. Είχε αρχίσει να γίνεται αυτό που πάντα ονειρευόταν: αποδεκτή.

Έτσι λοιπόν, όταν εκείνο το πρωί μία παρέα παιδιών της πρότειναν να πάει μαζί τους στην συναυλία που γινόταν το ίδιο απόγευμα, εκείνη απλώς τους χάρισε το πιο όμορφο της χαμόγελο. Για κάποιον άλλο ίσως να μην ήταν κάτι το σπουδαίο, για κείνη όμως ήταν μία απόδειξη πως «η ζωή ακολουθεί την πορεία που εσύ χαράζεις».

Δύο ώρες ακόμη λοιπόν, κι έπειτα θα περνούσε καλά, πραγματικά καλά. Είχε καθυστερήσει στο μάθημα για πρώτη φορά, μα δεν το πρόσεξε καν. Χαμογελώντας αφηρημένη στα φώτα των μαγαζιών έξω από το παράθυρο, δεν κατάλαβε ποτέ τη στιγμή που το αυτοκίνητο συγκρούστηκε μ’ ένα φορτηγό που προσπάθησε να κάνει μία αντικανονική προσπέραση.

~

«Εγώ πάντως δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ακόμη κι αν δεν μπορώ πια να κοιτάξω μες στα μάτια σου, εσύ θα είσαι για πάντα εδώ. Και δεν πειράζει που δεν ήρθες τότε στη συναυλία, δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο τελικά», ψιθύρισε η Στέλλα τέσσερα χρόνια αργότερα, τη στιγμή που για πρώτη φορά περνούσε την πόρτα του Πανεπιστημίου.